σκίγγος

σκίγγος
ο, Ν
βλ. σκίγκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σίγκος — ὁ, Α βλ. σκίγγος …   Dictionary of Greek

  • σκίγκος — (scincus). Φολιδωτό ερπετό της οικογένειας των Σκιγκιδών, της υπόταξης των σαυροειδών. Ζει στις ερημικές ζώνες της νοτιοδυτικής Ασίας και της Β. Αφρικής. Στο γένος χαλκίδης της ίδιας οικογένειας ανήκουν ο χαλκίδης ο τριδάκτυλος, συνολικού μήκους… …   Dictionary of Greek

  • σκηκός — Α (κατά τον Ησύχ.) «πόας εἶδος καὶ ζῴου». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκίγγος* / σκίγκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”